- δυσεύρετος
- -η, -οαυτός που δύσκολα μπορεί να βρεθεί, σπάνιος: Για την αρρώστια του χρειαζόταν ένα δυσεύρετο φάρμακο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυσεύρετος — hard to find out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεύρετος — η, ο (AM δυσεύρετος, ον) αυτός τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς, σπάνιος («δυσεύρετα τρόφιμα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή διακρίνεται («δυσεύρετον γένος») 2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς δίοδο … Dictionary of Greek
δυσεύρετον — δυσεύρετος hard to find out masc/fem acc sg δυσεύρετος hard to find out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσευρέτοις — δυσεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσευρέτου — δυσεύρετος hard to find out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσευρέτους — δυσεύρετος hard to find out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσευρέτων — δυσεύρετος hard to find out masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσευρέτῳ — δυσεύρετος hard to find out masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεύρετα — δυσεύρετος hard to find out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεύρετοι — δυσεύρετος hard to find out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)